- παπυροειδής
- πᾰπῡροειδής, ές,A like papyrus,
σκῆπτρον OGI56.63
(Egypt. iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκῆπτρον OGI56.63
(Egypt. iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παπυροειδής — ές, Α ο όμοιος με πάπυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάπυρος + ειδής*] … Dictionary of Greek